θειλόπεδον

θειλόπεδον
θειλόπεδον, τὸ (Α)
τόπος εκτεθειμένος στις ακτίνες τού ηλίου, στον οποίο ξηραίνονταν τα σταφύλια και γίνονταν σταφίδες, η λιάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θειλόπεδον προήλθε από την λ. ειλόπεδον (< είλη «το θάλπος τού ηλίου» + -πεδον < πέδον, πρβλ. δάπεδον), με λανθασμένη ανάγνωση τού ομηρ. στίχου αλωή... / τής έτερον μεν θ' ειλόπεδον... / τέρσεται ηελίῳ (Οδ. η 123)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θειλόπεδον — sunny spot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειλοπέδοις — θειλόπεδον sunny spot neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειλοπέδου — θειλόπεδον sunny spot neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειλοπέδων — θειλόπεδον sunny spot neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειλοπέδῳ — θειλόπεδον sunny spot neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειλόπεδα — θειλόπεδον sunny spot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειλοπεδεύω — (Α) [θειλόπεδον] ξεραίνω στον ήλιο, κυρίως σταφύλια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”